- αλκαλικά μέταλλα
- Ομάδα χημικών στοιχείων (η 1η του περιοδικού συστήματος). Περιλαμβάνει το λίθιο, το νάτριο, το κάλιο, τορουβίδιο και το καίσιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek
νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση … Dictionary of Greek
νεοδύμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nd. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των Λανθανιδών. Έχει σύμβολο, ατομικό αριθμό 60, ατομικό βάρος 144,27 και επτά ισότοπα. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1885 από τον Άουερ φον… … Dictionary of Greek
Γκέι-Λουσάκ, Ζοζέφ Λουί — (Joseph Louis Gay Lussac, Σεν Λεονάρ 1778 – Παρίσι 1850). Γάλλος χημικός και φυσικός. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, όπου το 1809 έγινε καθηγητής της χημείας· συγχρόνως ανέλαβε την έδρα της φυσικής στη Σορβόνη. Οι εργασίες του Γ. Λ … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
φαινόλες — Αρωματικές οργανικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας ή περισσότερων υδροξυλικών ομάδων. Οι φ. μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων, αφού σε αυτά αντικαθίστανται ένα ή περισσότερα από τα… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek